- γλυκομίλητος
- -η, -οο γλυκόλογος, ο προσηνής: Η δασκάλα μου είναι γλυκομίλητη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλυκομίλητος — η, ο αυτός που μιλάει ευγενικά, ο ευπροσήγορος … Dictionary of Greek
αβροεπής — ές αυτός που μιλά ευγενικά, γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁβρὸς + ἔπος] … Dictionary of Greek
αιμύλος — αἱμύλος, η, ον και ος, ον (Α) 1. (συνήθως για λέξεις, λόγια κ.λπ.) κολακευτικός, θελκτικός, χαριτωμένος 2. (για ανθρώπους) δόλιος, πανούργος 3. με την προηγούμενη σημασία στον Αριστοφ. για την αλεπού (πρβλ. νεοελλ. φρ. «είναι αλεπού», δηλαδή… … Dictionary of Greek
ηδυετής — ές (Α ἡδυεπής, δωρ. τ. ἁδυεπής, ές, θηλ. ποιητ. τ. ἡδυέπεια) αυτός ο οποίος μιλάει με γλυκό τρόπο, ο γλυκομίλητος αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά, όμορφα, ο γλυκύφθογγος («ἡδυεπής λύρα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + επης (< έπος), πρβλ. ευρησι επής … Dictionary of Greek
ηδυφραδής — ἡδυφραδής, ές (Μ) αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φραδής (< φράζω ή < αμάρτυρο *φράδος), πρβλ. αρι φραδής, δολο φραδής] … Dictionary of Greek
ηδύγλωσσος — η, ο (Α ἡδύγλωσσος, δωρ. τ. ἁδύγλωσσος, ον) αυτός που μιλάει με γλυκό τρόπο, γλυκομίλητος, ευπροσήγορος («ἡδύγλωσος βοά», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δί γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek
καλομίλητος — η, ο (Μ καλομίλητος, ον) ευπροσήγορος, προσηνής, γλυκομίλητος, πράος … Dictionary of Greek
καλόγλωσσος — η, ο (Μ καλόγλωττος, ον) νεοελλ. αυτός που μιλά με καλά λόγια, ο γλυκομίλητος μσν. ο εύγλωττος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ηδύ γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek
μειλιχόγηρυς — μειλιχόγηρυς, υ (Α) αυτός που μιλάει ήρεμα, γλυκά, ευχάριστα ή καθησυχαστικά, γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + γῆρυς «φωνή, λόγος» (πρβλ. βροτό γηρυς, ποικιλό γηρυς)] … Dictionary of Greek
μειλιχόμυθος — μειλιχόμυθος, ον (Α) αυτός που μιλά με μειλίχιο, ήρεμο τρόπο, ο γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + μῦθος «λόγος» (πρβλ. αληθό μυθος, εγγαστρί μυθος)] … Dictionary of Greek